Thank you very much for visiting my blog.
Σας ευχαριστώ πολύ για την επίσκεψη σας στο blog μου.

22 Νοε 2017

Η λιποπρωτεΐνη (a) Lp(a) και η ομοκυστεΐνη

λιποπρωτεΐνη (a)  ή Lp(a), είναι ένα μόριο λιποπρωτεΐνης LDL, το οποίο περιβάλλεται από μια πρόσθετη πρωτεΐνη, την αποπτρωτεΐνη (a), η οποία είναι μια από τις πλέον κολλώδεις  πρωτεΐνες του οργανισμού, αποτελώντας ένα αποτελεσματικό μόριο επιδιόρθωσης για τις ρωγμές, σχισίματα και φθορές των αρτηριακών τοιχωμάτων και ταυτόχρονα ένας επικίνδυνος παράγοντας για την δημιουργία αθηροσκληρωτικής πλάκας. Μάλιστα δε η εργαστηριακή μέτρηση της Lp(a), έχει ιδιαίτερο βάρος και δεν πρέπει να λείπει από τις προληπτικές εξετάσεις, για την αποφυγή εμφάνισης καρδιαγγειακής πάθησης.
Η εργαστηριακή μέτρηση της λιποπρωτεΐνης (aLp(a), πρέπει να βρίσκεται κάτω από τα 30 mg/dL. Όσο πιο μικρό το εργαστηριακό εύρημα, τόσο το καλύτερο για την υγεία του καρδιαγγειακού συστήματος.
Άλλος ένας προληπτικός παράγοντας για την αποφυγή εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων, είναι ο έλεγχος της ομοκυστεΐνης (homocysteine). Η ομοκυστεΐνη είναι ένα παραπροϊόν του μεταβολισμού των αμινοξέων στο σώμα. Στους υγιείς οργανισμούς η ομοκυστεΐνη μετατρέπεται γρήγορα στο ακίνδυνο αμινοξύ την μεθειονίνη (methionine). Όταν όμως η ομοκυστεΐνη δεν μετατρέπεται λόγω έλλειψης βασικών στοιχείων βιοχημικά σε μεθειονίνη, κυκλοφορεί σε ποσότητες στο αίμα και αποτελεί τεράστιο κίνδυνο για το καρδιαγγειακό σύστημα. Πρώτος ο πολύ γνωστός χημικός Kilmer McCully  MDσυνέδεσε την ομοκυστεΐνη με τις καρδιακές παθήσεις, αρχές του 1990 στο Harvard.
Ο McCully βρήκε ότι η ομοκυστεΐνη έχει σχέση με το κολλαγόνο των αρτηριών και ότι οι τιμές της πάνω από 16 μmol/L, επιφέρουν δυσμενείς επιπτώσεις στην λειτουργία του καρδιαγγειακού συστήματος .
Το 2007 η εφημερίδα Journal of the American College of Cardiology, δημοσίευσε μια ανασκόπηση από προηγούμενες έρευνες οι οποίες είχαν πραγματοποιηθεί και οι οποίες εξέταζαν την σχέση μεταξύ των υψηλών επιπέδων της ομοκυστεΐνης και του ρίσκου εμφάνισης καρδιακών παθήσεων. Τα αποτελέσματα της έδειξαν ότι η υψηλή ομοκυστεΐνη, εμπλέκεται και προάγει την εμφάνιση καρδιακής πάθησης, εμφράγματος και εγκεφαλικού .
Υψηλές τιμές της ομοκυστεΐνης, οξειδώνουν την λιποπρωτεΐνη LDL, οδηγούν σε αθηροσκλήρωση, μειώνουν την ελαστικότητα των αρτηριών και βοηθούν στην συγκόλληση των αιμοπεταλίων (platelets), δυσχεραίνοντας την κυκλοφορία του αίματος και άρα την λειτουργία της καρδιάς.
Έρευνα η οποία πραγματοποιήθηκε στην περιοχή Hordoland στην δυτική Νορβηγία, με την συμμετοχή 18.000 ανδρών και γυναικών ηλικίας 40-67 ετών, γνωστή και ως Έρευνα Ομοκυστεΐνης του Hordoland (The Hordoland Homocysteine Study), έδειξε ότι υψηλά επίπεδα της ομοκυστεΐνης, έχουν σχέση με πολλαπλές παθήσεις, ενώ τα χαμηλά επίπεδα της ομοκυστεΐνης, έχουν σχέση με καλύτερη φυσική και διανοητική υγεία. Η έρευνα δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Journal of Nutrition το 2006 .
Μια μετα-ανάλυση με τίτλο ΄΄ Ομοκυστεΐνη και ρίσκο εμφάνισης ισχαιμικής καρδιακής πάθησης και εγκεφαλικού΄΄, η οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα JAMA το 2002, καταλήγει ότι : υψηλά επίπεδα ομοκυστεΐνης, αποτελούν έναν ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα για το ρίσκο εμφάνισης ισχαιμικής καρδιακής πάθησης και εγκεφαλικού, στα υγιή άτομα .
Τα ιδανικά επίπεδα ομοκυστεΐνης, πρέπει να βρίσκονται κάτω από 9 μmol/L.
Τα κύρια στοιχεία η παρουσία των οποίων είναι απαραίτητη για τον μεταβολισμό της ομοκυστεΐνης στην αβλαβή μεθειονίνη, είναι το φυλικό οξύ, η βιταμίνη Β12 και η βιταμίνη Β6.
Συνήθως οι γιατροί αποφεύγουν να περιλαμβάνουν στο πάνελ των εργαστηριακών εξετάσεων την λιποπρωτεΐνη (aLp(a) και την ομοκυστεΐνη. Οι λόγοι είναι ότι δεν υπάρχει φαρμακευτική αγωγή για ανεβασμένα επίπεδα της Lp(a) και της ομοκυστεΐνης. Πρέπει όμως να συμπεριλαμβάνονται, διότι και οι δυο αποτελούν πολύ σοβαρούς προγνωστικούς παράγοντες για την πρόληψη της εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων.
Τόσο τα υψηλά επίπεδα της λιποπρωτείνης (a) Lp(a), όσο και της ομοκυστεΐνης, αντιμετωπίζονται  με βιταμίνες. Τα αμινοξέα λυσίνη και προλίνη δημιουργούν ένα προστατευτικό στρώμα γύρω από την Lp(a), καθιστώντας την μη κολλώδη στα αρτηριακά τοιχώματα, ενώ ο συνδυασμός της βιταμίνης C, της νιασίνης (Β3) και των ιχθυελαίων (fish oil), μειώνουν τα επίπεδα της συγκέντρωσης στο αίμα. Για την μείωση των επιπέδων της ομοκυστεΐνης, καταλυτικό ρόλο παίζει η παρουσία και ο συνδυασμός του φυλικού οξέος, της βιταμίνης Β12 και της βιταμίνης Β6.
Οι μετρήσεις της ομοκυστεΐνης, της Lp(a), των τριγλυκεριδίων και της HDL , αποτελούν τις σοβαρότερες ενδείξεις για την λειτουργία του καρδιαγγειακού μας συστήματος.